- ἐξόχου
- ἔξοχοςstanding outmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αριστούργημα — το (Μ ἀριστούργημα) [αριστουργώ] το αριστοτέχνημα, το υπέροχο έργο νεοελλ. 1. (κατ επέκταση) χαρακτηρισμός κάθε έξοχου πράγματος 2. (με το άρθρο) το άριστο από τα έργα κάποιου 3. (ως επιφώνημα, εκδηλώνει θαυμασμό) υπέροχα, έξοχα … Dictionary of Greek
εξοχότητα — και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης) 1. η ιδιότητα τού έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή 2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης». [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Στράτφορντ-ov-Έιβον — (Stratford on Avon). Πόλη (περ. 22.000 κάτ.) της Μ. Βρετανίας στην κομητεία Ουώρικ της Αγγλίας χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Έιβον. Διαθέτει εμπόριο γεωργικών προϊόντων και βιομηχανίες τροφίμων, ξυλείας, χημικών προϊόντων και γυαλιού. Είναι … Dictionary of Greek